- παυσώδυνος
- -ον, Ααυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τις οδύνες, τους πόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. παυσ(ι)- τού παύω (πρβλ. παῦσις) + -ώδυνος (< ὀδύνη). Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.